σφυριχτράκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. σφυρίχτρα], (ειρωνικά ή χαϊδευτικά) ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα: «να προσέχεις το σφυριχτράκι σου, γιατί οι πιο πολλοί σ’ αυτή την παρέα είναι κωλομπαράδες»·
- τι λέει το σφυριχτράκι σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι.